- σκουλ(λ)ί
- το, Ν1. δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο2. δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι3. σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο4. τρίχες τού κεφαλιού που πέφτουν άτακτα ή που δεν επιδέχονται χτένισμα, τούφα, τσουλούφι5. παροιμ. «σκουλί σκουλί το μάραθο γεμίζει η γριά τον κάλαθο» — λίγο λίγο μπορεί να αποταμιευθεί ένα σεβαστό ποσό.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκουλλίν < αμάρτυρο τ. *σκολλίον, υποκορ. τού σκόλλυς «τρόπος κουρέματος», με κώφωση τού -ο- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι)].
Dictionary of Greek. 2013.