σκουλ(λ)ί

σκουλ(λ)ί
το, Ν
1. δεμάτι από λαναρισμένο λινάρι, καννάθι ή μαλλί, που είναι έτοιμο για κλώσιμο
2. δέσμη από τυλιγμένο νήμα, κούκλα, ματσάκι
3. σύνολο από πράγματα που έχουν δεθεί μαζί, μάτσο
4. τρίχες τού κεφαλιού που πέφτουν άτακτα ή που δεν επιδέχονται χτένισμα, τούφα, τσουλούφι
5. παροιμ. «σκουλί σκουλί το μάραθο γεμίζει η γριά τον κάλαθο» — λίγο λίγο μπορεί να αποταμιευθεί ένα σεβαστό ποσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σκουλλίν < αμάρτυρο τ. *σκολλίον, υποκορ. τού σκόλλυς «τρόπος κουρέματος», με κώφωση τού -ο- σε -ου- (πρβλ. κώδων: κουδούνι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκουλ(λ)όχορτο — το, Ν βοτ. κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκουλ(λ)ί + χόρτο] …   Dictionary of Greek

  • Λιβερία — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με τη Σιέρα Λεόνε και τη Γουινέα, στα Α με την Ακτή του Ελεφαντοστού, ενώ στα Ν και στα Δ βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό.Η Λ. είναι ένα τεχνητό κράτος στη δυτική Αφρική, που δημιουργήθηκε τον 19ο αι …   Dictionary of Greek

  • παλαιάνθρωποι — Ανθρωποειδή του μέσου πλειστόκαινου, το οποίο αντιστοιχεί στη μεσοπαγετώδη περίοδο Riss Wurrn και στις προχωρημένες φάσεις της τελευταίας εξάπλωσης των παγετώνων. Ο τυπικότερος αντιπρόσωπος των προϊστορικών αυτών ανθρώπων είναι ο άνθρωπος του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”